- οινωροί
- οἰνωροί (Α)(κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἱεραγωγοὶ Διονύσου».[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ωρός, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ* ως β' συνθετικό (< *-Fορός, με σίγηση τού -F- και με ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θυρ-ωρός, πυλ-ωρός].
Dictionary of Greek. 2013.